- περιμήρια
- περι-μήρια, τά, alles die Schenkel od. Hüften Umgebende
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιμήρια — τὰ, Α [περίμηρος] περικαλύμματα τών μηρών … Dictionary of Greek
περίμηρα — τὰ Α [περίμηρος] τα περιμήρια* … Dictionary of Greek
περιμηρίδες — αἱ, Α τα περιμήρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίμηρος + επίθημα ις, ίδος] … Dictionary of Greek
περιμηρίδιον — τὸ, Α [περίμηρος] υποκορ. εν. τού περιμήρια,* μικρό περιμήριον … Dictionary of Greek